- εὐτραφές
- εὐτραφήςwell-fedmasc/fem voc sgεὐτραφήςwell-fedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευτραφής — ές (ΑΜ εὐτραφής, ές) καλοθρεμμένος, εύσαρκος, παχύς, εύσωμος, σωματώδης, γεμάτος αρχ. 1. αυτός που έχει γρήγορη αύξηση ή ανάπτυξη 2. ενεργ. αυτός που τρέφει καλά, ο θρεπτικός 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐτραφές η ευτροφία. επίρρ... ευτραφώς (ΑΜ… … Dictionary of Greek
περδικόστηθη — και στήθα, και στήθω, ως, η (για γυναίκες) (ως επαινετικός χαρακτηρισμός) αυτή που έχει ευτραφές και προτεταμένο στήθος, όπως η πέρδικα … Dictionary of Greek
Λάπωνες — (λαπ. Saami). Εθνολογική ομάδα που αποτελείται από ανθρώπους που κατοικούν στο απώτατο βόρειο άκρο της ευρωπαϊκής χερσονήσου, στην ιστορική γεωγραφική περιοχή της Λαπωνίας (βλ. λ.). Πιο συγκεκριμένα, οι Λ. κατοικούν στο βόρειο τμήμα της… … Dictionary of Greek
νεγροειδείς — Κλάδος του ανθρώπινου είδους, που περιλάμβανει, σύμφωνα με την ταξινόμηση του ανθρωπολόγου Ρ. Μπιαζούττι τρεις κορμούς: τους Στεατοπυγίδες, Πυγμίδες και τους Νεγρίδες. Στον πρώτο ανήκουν οι Βουσμάνοι και οι Οττεντότοι, στο δεύτερο οι Πυγμαίοι και … Dictionary of Greek